- χλευάζοντας
- χλευάζωjestpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεξορχούμαι — κατεξορχοῡμαι, έομαι (Α) εμπαίζω κάποιον χορεύοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐξ ορχοῡμαι «χορεύω χλευάζοντας»] … Dictionary of Greek
Θάκερεϊ, Γουίλιαμ Μέικπις — (William MakepeaceThackeray, Καλκούτα 1811 – Λονδίνο 1863). Άγγλος συγγραφέας. Σε ηλικία 4 ετών έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ανώτερος υπάλληλος της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Τον έστειλαν για σπουδές στην Αγγλία, πρώτα στο Λονδίνο… … Dictionary of Greek